“Είμαστε εμείς οι απάτριδοι κι οι αγιάτρευτοι. Γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων.”

Κείμενο σχετικά με το ζήτημα των Ρομά και την ιστορία, τους αποκλεισμούς και την ταξική σύνθεσή τους στην περιοχή των Άνω Λιοσίων. Το κείμενο είναι δημοσιευμένο στο 29ο φύλλο της εφημερίδας δρόμου Άπατρις.

«ΕΙΜΑΣΤ΄ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΑΠΑΤΡΙΔΟΙ ΚΙ ΟΙ ΑΓΙΑΤΡΕΥΤΟΙ. ΓΙΟΥΧΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΓΙΟΥΧΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΔΩΝ!»*

Θα μπορούσαμε, να γράψουμε αρκετά για τους τσιγγάνους-ρομά, όσον αφορά την καταγωγή τους, την γλώσσα τους, τον τρόπο ζωής τους, τα έθιμα, τις παραδόσεις τους κ.λ.π. Υπάρχουν όμως, κείμενα και έρευνες, στα οποία μπορούμε, να σας παραπέμψουμε. Μελετημένα και γραμμένα από ειδικούς λαογράφους και κοινωνιολόγους, όπου οι σχετικές με την φυλή αυτή πληροφορίες πολιτισμικού περιεχομένου θα σας βοηθήσουν να αποκτήσετε μια πιο εμπεριστατωμένη γνώση σε αυτό το κομμάτι. Εμείς, σαν κάτοικοι των Άνω Λιοσίων, ζώντας σε γειτνίαση με κάποιους Ρομά στην περιοχή, σαν αναρχική ομάδα και μέρος ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου (του οποίου οι εκάστοτε διαχειριστές το οργανώνουν βάση συγκεκριμένου προτύπου με ξεκάθαρα οικονομικά συμφέροντα, στα οποία θα αναφερθούμε παρακάτω) θέλουμε να πάρουμε θέση στο κοινωνικοπολιτικό κομμάτι του θέματος των Ρομά και με ό,τι άλλο αυτό συνεπάγεται.

Το θέμα των Ρομά συγκαταλέγεται στην υπόθεση του κοινωνικού αποκλεισμού. Όπου κοινωνικά αποκλεισμένοι πληθυσμοί, εκεί η ανισότητα. Όπου ανισότητα, εκεί μια ελίτ. Όπου ελίτ, εκεί το κράτος. Όπου κράτος, εκεί ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση. Όπου νεοφιλελευθερισμός και παγκοσμιοποίηση, εκεί ο εκσυγχρονισμός. Όπου εκσυγχρονισμός, εκεί οι πολυεθνικές εταιρείες. Και με κάθε κομμάτι που προστίθεται στην πυραμίδα του καπιταλισμού, μία κοινωνική ομάδα αποκλείεται.

Πριν μπούμε στην διαδικασία ανάλυσης και θεωρίας, γιατί η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο θέμα έχει πολλές παραμέτρους (γύρω από τις οποίες οι συζητήσεις της ομάδας πολλές φορές ήταν ατέρμονες, μη βρίσκοντας μας σύμφωνους σε πολλά σημεία), να αναφφέρουμε ότι δεν αποδεχόμαστε καμία γενίκευση πάνω στο θέμα των Ρομά. Θα αναφερθούμε σε μια κοινωνική ομάδα των Άνω Λιοσίων και όχι στην φυλή των Ρομά. Τα όποια γεγονότα αναφερθούν θα έχουν να κάνουν με  ατομικότητες, οι οποίες ανήκουν στην συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Για να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα όλου του κοινωνικού συνόλου των Άνω Λιοσίων, καλό θα ήταν να χαρτογραφήσουμε όλες τις πληθυσμιακές ομάδες που υπάρχουν στην περιοχή μας, η οποία χαρακτηρίζεται από την πολυπολιτισμικότητα και τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που έχουν εγκατασταθεί σε αυτήν:

Οι Αρβανίτες, που βρίσκονται εγκατεστημένοι στην περιοχή από το 1383 και ήρθαν από τη Δ. Στερεά και Ήπειρο. Στην απογραφή του 1844 φαίνεται να υπάρχουν στην περιοχή 177 κάτοικοι. Το 1905, όταν η περιοχή απέκτησε ρυμοτομικό σχέδιο, υπάρχουν μόλις 750 κάτοικοι, οι οποίοι και αυξήθηκαν μέχρι το 1930, όπου γίνεται διανομή εκτάσεων σε ακτήμονες αγρότες από το υπουργείο Γεωργίας. Το 1950 ξεκινάει η εσωτερική μετανάστευση από τις αποδιαρθρωμένες αγροτικές κοινωνίες προς τα αστικά κέντρα. Στα Άνω Λιόσια, κυρίως, μεταξύ 1960 και 1970 υπάρχει μεγάλη προσέλευση πληθυσμιακών ομάδων. Τα φτωχότερα στρώματα των εσωτερικών μεταναστών -αυτοί που λόγω της κοινωνικής τους κατάστασης δεν εντάχθηκαν ούτε στις υποβαθμισμένες περιοχές της δυτικής Αθήνας- εξωθούνται και απορρίπτονται στα Άνω Λιόσια. Μαζί με τους εσωτερικούς μετανάστες, έρχονται στην περιοχή και ομάδες τσιγγάνων, αναζητώντας τόπο μόνιμης εγκατάστασης. Τέλος, οι Παλιννοστούντες Έλληνες από τον Πόντο, που οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, μετά το 1989, με την πτώση της Σοβιετικής ένωσης, ενώ ένα μικρό κομμάτι τους προϋπήρχε από το 1965. Η ανομοιογένεια, λοιπόν, σε όλο της το μεγαλείο, όσον αφορά την προέλευση και την πολιτισμικότητα των ομάδων, που απαρτίζουν το σύνολο του πληθυσμού των Άνω Λιοσίων -χωρίς αυτό να έχει κάποιο αρνητικό πρόσημο.

Η ομάδα των Αρβανιτών, ως γαιοκτήμονες, εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός αυτό, πουλώντας αγροτεμάχια στους εσωτερικούς μετανάστες. Αυτοί με τη σειρά τους πουλούσαν στους μεταγενέστερους (μιας και είχαν πάρει αγροτεμάχια σε καλή τιμή) κι έτσι έχουμε τους πρώτους εισοδηματίες της περιοχής, οι οποίοι δημιουργούν τις πρώτες εμπορικές επιχειρήσεις. Σταδιακά, οι εσωτερικοί μετανάστες βελτιώνουν το επίπεδο ζωής τους. Σιγά-σιγά αστικοποιούνται και γενιά με γενιά, μέσα από τα μικροαστικά συντηρητικά τους γνωρίσματα, ανεβαίνουν στο επαγγελματικό κομμάτι  και, έχοντας φτιάξει την πολυπόθητη κοινωνική τους εικόνα, αρχίζουν να εξαπολύουν χαρακτηρισμούς προς την ομάδα των Ρομά, όπως: «απολίτιστοι», «βρομιάρηδες», «κοινωνικά απροσάρμοστοι» κ.ά.

Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι μέχρι που έγινε η αποδιάρθρωση της υπαίθρου και της αγροτικής ζωής οι τσιγγάνοι συμμετείχαν ενεργά στο κοινωνικό σύνολο μέσα από τις ασχολίες τους, με τις γεωργικές εργασίες, την συγκομιδή, την καλαθοπλεκτική, τη σιδηρουργία κ.ά. Από εκεί και έπειτα, γίνονται περιττοί και, εφόσον δεν εντάσσονται στο καθεστώς της μισθωτής εργασίας, ασχολούνται με το πλανόδιο εμπόριο, έξω από την επίσημη αγορά, την οποία και απαλλάσσουν από την υποχρέωση επιπλέον θέσεων εργασίας. Είναι κι αυτή μια παράμετρος που έρχεται να προστεθεί στα ήδη ψευδή στοιχεία του «επίσημου» ποσοστού ανεργίας.

Υπάρχουν πολλές ακόμα ασχολίες των τσιγγάνων, που λειτουργούν συμπληρωματικά στο κοινωνικό σύνολο, όπως αυτή του ρακοσυλλέκτη-παλιατζή. Οι ρακοσυλλέκτες τσιγγάνοι (αντίθετα με την αρμόδια δημοτική υπηρεσία, η οποία συλλέγει τα σκουπίδια των κάδων ανακύκλωσης, τα εναποθέτει  στη χωματερή μαζί με τα μη ανακυκλώσιμα, καταλήγοντας τα όλα σύμμεικτα, αναιρώντας την ίδια τους την καμπάνια και τους υποτιθέμενους κάδους ανακύκλωσης) πουλάνε τη συγκομιδή τους σε επιχειρήσεις, στις οποίες τα υλικά ανακυκλώνονται, εκτελώντας, οι ίδιοι την διαδικασία της περισυλλογής και της διαλογής. Σε ένα  κοινωνικό πλαίσιο όμως,  του οποίου οι όροι αποσκοπούν στο κέρδος αυτών που τους έθεσαν και σε καμία περίπτωση στην κοινωνική συνοχή μεταξύ των ομάδων που το αποτελούν, ο συμπληρωματικός ρόλος -που είναι σημαντικός παράγοντας για την αυτο-οργάνωση των συλλογικοποιημένων ομάδων- παραγκωνίζεται από τους διαχειριστές του στο όνομα του «εξευγενισμού».

Οι τσιγγάνοι που ζουν και δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή των Άνω Λιοσίων, αποτελούν μια αρκετά κλειστή από την φύση της κοινότητα. Τα όρια μεταξύ της συλλογικοποίησης και της γκετοποίησης τους, είναι εξαιρετικά λεπτά, έχοντας πάντα σαν κοινό παρονομαστή την περιθωριοποίηση που επιβάλει η υπόλοιπη κοινωνία. Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε αρκετά παραδείγματα του «κλειστού» χαρακτήρα αυτής της κοινότητας όπως ότι, πέρα απ’ τη νομαδική τους «ταυτότητα», εξακολουθούν να περιφρουρούν σκληρά τις σχέσεις των κυττάρων της φυλής τους. Ότι υπήρξαν ανά τους αιώνες θύματα διωγμών, ρατσιστικών επιθέσεων και κρατικών πογκρόμ.

Στις μέρες μας, κοινωνικά εγχειρήματα στέκονται αλληλέγγυα και οχυρώνονται πλάι τους με αντιρατσιστικό ή και αντικρατικό πρόσημο κάθε φορά που εξαπολύονται τέτοιες επιθέσεις. Εντούτοις, και για να κάνουμε την αυτοκριτική μας, δεν υπάρχει ένα καθημερινό πεδίο συνεργασίας και συνεννόησης μαζί τους, έτσι ώστε να δραστηριοποιηθούν σε συλλογικό επίπεδο, να ενημερωθούν και να συμμετέχουν στον αυτο-οργανωμένο ιστό. Αυτή όμως, είναι η μια όψη του νομίσματος. Γιατί μπορεί η κοινότητα των τσιγγάνων να διέπεται από αισθήματα βαθιάς αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, παράλληλα όμως βασίζεται σε ιεραρχικές δομές μοναρχικού τύπου. Διακρίνουμε την έντονη διαστρωμάτωση, ξεκινώντας απ’ το χαμηλότερο σκαλοπάτι των εξαθλιωμένων, των αμέσως επόμενων βιοποριστών πλανόδιων μικρεμπόρων κι επιχειρηματιών, ως τα υψηλότερα, αυτά των Πριγκίπων και του Βασιλιά. Πιστεύουμε, ότι αντιλαμβάνονται αρκετά καλά τις σχέσεις εξουσίας και δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που τσιγγάνοι εκμεταλλεύονται άλλους μετανάστες (κυρίως από το Πακιστάν), απασχολόντας τους στις επιχειρήσεις τους με τις χειρότερες των προϋποθέσεων. Αν το σύστημα, που είναι δομημένη η κοινότητα τους, εφαρμοζόταν ανέκαθεν (από την εποχή ακόμα που ήταν νομάδες, πριν εγκατασταθούν μόνιμα στα Άνω Λιόσια) ή απλώς δημιουργήθηκε στην πορεία, σαν ένας μηχανισμός για την ένταξη τους στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, είναι κάτι, το οποίο δεν γνωρίζουμε.

Αυτό που μπορούμε όμως, να αντιληφθούμε καλύτερα, είναι ότι σε μια κοινωνία όπου εκ των προτέρων, δεν έχουν ίσες ευκαιρίες στην μόρφωση, στην υγεία και στην εργασία, το μοναδικό παράθυρο για την κοινωνική τους ένταξη, είναι το χρήμα. Και σίγουρα είναι αρκετές οι φορές που αναγκάζονται να παραδειγματίζονται, να απορροφούν τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, αναπαράγοντας τις ανισότητες και μέσα στην κοινότητα τους. Και όταν λέμε χρήμα, δεν είναι τόσο για τις βιοποριστικές ανάγκες, αλλά όσο χρειάζεται για την ένταξη τους στο κοινωνικό σύνολο του συντηρητικού νεοπλουτόβλαχαδισμού των Άνω Λιοσίων. Χρήμα που για να αποκτηθεί, για ορισμένους δεν αρκεί το παρεμπόριο πατάτας, καρέκλας, χαλιών κ.λ.π. Για κάποιους άλλους, δεν αρκεί ένα παρεμπόριο χαλιών για να στοχοποιήσουν και να υπονομεύσουν μια κοινωνική ομάδα, επειδή, δεν ακολουθεί τον κυρίαρχο τρόπο ζωής. Εκεί έρχεται το παρεμπόριο της πρέζας (τον τίτλο του εμπορίου της πρέζας δικαιωματικά τον έχουν οι μεγιστάνες αυτής της χώρας). Το Κράτος εκμεταλλεύεται τους τσιγγάνους αφήνοντάς τους να διακινούν την πρέζα, οι τσιγγάνοι εκμεταλλεύονται την ευκαιρία για ένταξη και σίγουρα, αρκετοί εξ αυτών, πλουτίζουν πάνω σε αυτή την ευκαιρία. Δεν εμπορεύονται όλοι οι τσιγγάνοι σε μια κοινότητα την πρέζα. Αντίθετα, αρκετοί είναι αυτοί που εναντιώνονται στο πρεζεμπόριο, γιατί πολύ απλά οι πρώτοι πιθανοί  χρήστες-θύματα θα είναι η ίδια η νεολαία της κοινότητας. Εν ολίγοις, είτε ως θύτες είτε ως θύματα, το Κράτος καταφέρνει, να τους χειραγωγεί, και όταν δεν τα καταφέρνει, τα διάφορα πογκρόμ και η βία έχουν τον πρώτο λόγο. Ρίχνοντας λίγο λάδι στην φωτιά του ρατσισμού, που σιγοκαίει μέσα στην συντηρητική μικροαστική αντίληψη (όπου όποιος δεν περικλείεται σε συγκεκριμένες φόρμες, είναι απορριπτέος και επικίνδυνος), πετώντας το τυράκι, περί κοινωνικής ασφάλειας στους αφελείς και πειθήνιους ψηφοφόρους, φτιάχνουν το κατασταλτικό πλαίσιο μέσα από το οποίο καταπνίγουν ό,τι είναι ενάντια στο συμφέρον τους.

Μέσα από την εκούσια αυτή σχέση μεταξύ Ρομά και Κράτους, συντηρούνται κι άλλα κρατικά παρακλάδια. Η προσέλευση εκατοντάδων τσιγγάνων στα δικαστήρια αποτελεί μια πελατειακή σχέση που βοηθάει στην χρηματοδότηση του δικαστικού συστήματος. Για τους μπάτσους το πρεζεμπόριο στην περιοχή είναι ένα θέλγητρο, για όσους εξ’ αυτών θέλουν ένα έξτρα εισόδημα. Η τοπική αυτοδιοίκηση βρίσκει στους τσιγγάνους ανοιχτό πεδίο για ψηφοθηρία. Οι ίδιοι, που στις προεκλογικές τους καμπάνιες λένε ότι η υπανάπτυξη της περιοχής μας, οφείλεται στη παρουσία των τσιγγάνων και δεσμεύονται να την «καθαρίσουν», αυτοί οι ίδιοι πλησιάζουν τους τσιγγάνους πριν τις εκλογές δωροδοκώντας τους και εξαγοράζοντας την ψήφο τους.

Λέγεται ότι οι τσιγγάνοι δίνουν προτεραιότητα στο γάμο και έτσι σταματούν τη φοίτησή τους στο σχολείο και κάποιοι τους κατακρίνουν γι’ αυτό. Παράλληλα, πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η δυσκολία τους να ενταχτούν στο σύνολο οφείλεται στο ελλιπές επίπεδο μόρφωσης τους. Τα γεγονότα όμως μας δείχνουν πως η διαφθορά υπάρχει στους αμόρφωτους τόσο όσο και στους μορφωμένους. Οι μεν μορφωμένοι την εξανθρωπίζουν και την προσφέρουν για ανάπτυξη, οι δε αμόρφωτοι έρχονται αντιμέτωποι με τον κυνισμό της πραγματικότητας.

«Ένας και κοινός είναι ο κόσμος για τους ξυπνητούς, οι κοιμισμένοι ζουν ο καθένας στο δικό του κόσμο.»

Ο καθένας μπορεί να δει στο πρόσωπο ενός τσιγγάνου έναν παραβάτη, έναν εγκληματία, έναν απολίτιστο, έναν βρομιάρη, έναν ανήθικο, έναν κοινωνικά απροσάρμοστο, έναν αμόρφωτο, έναν αλλόφυλο, έναν αλλόδοξο, μια φοβερή απειλή. Στα πρόσωπα των τσιγγάνων δεν βρίσκουμε κανένα πεδίο προς ελεημοσύνη. Ο καθένας όμως που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα με ίσους όρους, μπορεί να δει σε κάθε πρόσωπο τον οποιοδήποτε, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Πάντα η εκάστοτε εξουσία φροντίζει να κουκουλώνει καλά αυτά που εμάς τους από τα κάτω μας ενώνουν και να μας θυμίζει αυτά που μας χωρίζουν. Απ’ όσα ξέρουμε, η φυλή των Ρομά (όπως κι ο μέσος Έλληνας) δεν απείλησε ποτέ κανένα καθεστώς, δεν επαναστάτησε εναντίον κανενός και δεν συνέπτυξε ποτέ συνωμοτικά κινήματα. Ας τους δούμε ξεχωριστά σαν ατομικότητες, ας γίνουμε πιο προσιτοί, ώστε να συμμετέχουμε όλοι μαζί, μπαλαμέ και Ρομά, για την Επανάσταση εναντίον του Κράτους.

 

 ΖΩΝΗ Ε΄

ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ

 

 

Βιβλιογραφία:

1) “Ο κοινωνικός αποκλεισμός μέσα απο το παράδειγμα των Ρομά”-Παπαβασιλείου Χριστίνα, Παπαθωμά Παρασκευή

2)Η κοινωνική συγκρότηση του Δήμου Άνω Λιοσίων-παράρτημα 7- ΕΜΠ, τομέας πολεοδομίας και χωροταξίας.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *